Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

XΡΟΝΙΚΟ


Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για την μικρασιατική καταστροφή, που θα έλεγε κανείς ότι το θέμα έχει τελειώσει. Κι όμως δεν εξαντλήθηκε ακόμη.

Και δεν θα πάψει να θυμίζει στον Ελληνικό λαό, που οδήγησε ο άκρατος εγωισμός των ταγών του έθνους, και ο φανατισμός του πλήθους προς τα πρόσωπα τους, όσο υπάρχουν ακόμη επιζώντες από εκείνη, την μεγαλύτερη ταπείνωση που υποστείκαμε ως έθνος. Οι πληγές, αν και ως ένα σημείο επουλώθηκαν, τα σημάδια τους παραμένουν ακόμα.

Από αυτούς τους μεγάλους σε ηλικία, ανθρώπους, αντλήσαμε πληροφορίες, προσπαθώντας να δώσουμε ένα χρονικό που αφορά το χωριό μας. Ίσως να είναι ατελές, αλλά είναι η δική μας καταγραφή σε μια λεπτομέρεια της ιστορίας, Μέρα δεν περνά χωρίς θύμιση και πόνο.


Σελεύκεια λέγεται μία από τις 12 πόλεις που έκτισε ο στρατηγός του μεγάλου Αλεξάνδρου, Σέλευκος ο Πρώτος! ο Νικάτορας και οι διάδοχοι του, η μόνη που υπάρχει μέχρι σήμερα.



Στα χρόνια τα βυζαντινά ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Η πόλη υπάρχει ακόμα και σήμερα, ανήκει στο νομό Αδάνων και πριν τη μικρασιατική καταστροφή είχε και 'Ελληνες κατοίκους. Σώζονται αρκετά ερείπια, κυρίως ρωμαϊκά.

Είναι ή ίδια πόλη εκείνη που πέρασε ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα και άλλους, κηρύσσοντας την νέα θρησκεία, όπως αυτό περιγράφεται στις πράξεις των Αποστόλων,

Άφήνοντας βαθιά χαραγμένη την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη στην καρδιά των κατοίκων μέχρι τις ημέρες του 1922.

Έτσι η Εκκλησία του χωριού Τσίβλικ (Μετόχι) να στηρίζεται σε τέσσερις κολώνες από την αρχαία εκείνη πόλη, ο καθεδρικός ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Εφημέριος της Ενορίας ήταν ο παπά Σάββας Αντωνιάδης. το χωριό είχε και ξωκλήσι της Παναγίας

Στο Τσίβλικ της επαρχίας Μυρσίνης του νομού Αδάνων, μισή ώρα δρόμο από την Σελεύκεια ο πληθυσμός του ήταν 150 οικογένειες όλες Χριστιανικές με πρόεδρο την εποχή εκείνη το Γιώργο Παυλόγλου (Χαλβατζή).

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, που μαίνονταν εκείνη την εποχή το Τουρκικό Κράτος είχε εξορίσει τους άνδρες του χωριού στο Κουρδιστάν, στο Χαλέπι, και αλλού. Λίγοι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα είχαν απομείνει πίσω στο Τσίβλικ να φροντίζουν τη ζωή τους.

Δύο ώρες πιο μακριά υπήρχε ο νερόμυλος του Γεωργίου Μπαζαξόγλου, εκεί σύχναζε ο Αντώνιος Τολλού, 60 χρόνων τότε με απαράμιλλο θάρρος και υπερφυσική δύναμη, λένε πως πάλευε με δέκα άνδρες και τους ενοικούσε.

Σε αυτό το μύλο λοιπόν άλεθαν τα σπαρτά τους οι Τσιβλικανοί. Εκεί έστησαν ενέδρα άτακτοι Τούρκοι, και όταν πήγαν οι νέοι του χωριού ανύποπτοι τους κατάσφαξαν.

Ο γέρο Τολλού μαχόταν όπως μπορούσε, αλλά με αλυσίδες που στις άκρες είχαν γάντζους τον χτύπησαν και όταν απόκαναν οι δυνάμεις του είχε το ίδιο τέλος. Ο ακριβής αριθμός των σφαγιασθέντων δεν είναι γνωστός.





Όταν το σούρουπο, δεν επέστρεψαν από τον μύλο οι νέοι, οι χωριανοί στείλανε τον Νικόλα Αναμουρλού να μάθει τον λόγο της καθυστέρησης.

Αυτός όταν πήγε και είδε το ποτάμι να έχει βαφτεί κόκκινο από το αίμα των θυμάτων, κατάπιε στην κυριολεξία την γλώσσα του και τρέχοντας επέστρεψε στο χωριό να φέρει το θλιβερό μαντάτο, μη μπορώντας όμως να μιλήσει έκανε νοήματα και έβγαζε άναρθρες κραυγές για να καταλάβουν.

Ειδοποιημένος ο Διοικητής της αστυνομίας στη Σελεύκεια, έστειλε αμέσως χωροφύλακες να ασφαλίσουν τους υπόλοιπους μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Οι φύλακες τώρα, δυνάστευαν περισσότερο τους έγκλειστους, και χρειάστηκε και δεύτερη επέμβαση του Διοικητή, ο οποίος, μαστίγωσε κάποιους από αυτούς και αντικατέστησε τους σκοπούς.

Την άλλη ημέρα μόλις ξημέρωσε, χωρίς να τους επιτρέψουν να πάρουν μαζί τους τίποτε άλλο εκτός από λίγα ρούχα, με συνοδεία χωροφυλάκων τους πήγαν στο λιμάνι, Πέτρινη σκάλα, μισή ώρα απόσταση από το Τσίβλικ, εκεί συνάντησαν και άλλους Χριστιανούς 'Ελληνες από τα κοντινά χωριά Μπαξέ και Μάρα, που είχαν υποστεί την ίδια μεταχείριση.

Ο μόλος του λιμανιού ήταν φτιαγμένος για ψαροκάικα, έτσι στριμώχτηκαν στις βάρκες όσοι πρόλαβαν για να πάνε μέχρι το καράβι που περίμενε στα βαθιά νερά.

Στην βιασύνη πάνω και στην ανακατωσούρα έπεσε μια γυναίκα στη θάλασσα, η Μαριγώ Χατζιβασιλείου, την οποία με αυταπάρνηση περισυνέλεξαν και ξεκίνησε το πλοίο με προορισμό την Κύπρο.

Η θαλασσοταραχή ήταν τέτοια που δεν επέτρεψε να πιάσουν λιμάνι και έτσι συνέχισαν το ταξίδι για Βηρυτό πατρίδα του καπετάνιου.

Η τρικυμία συνεχίζονταν με την ίδια ένταση, με κίνδυνο το σκάφος να βυθιστεί. Τότε ο παπά Σάββας αφού διάβασε τις κατάλληλες για την περίπτωση ευχές της Εκκλησίας έριξε την εικόνα του προφήτη Ηλία στη θάλασσα, (ήταν μάλλον η γιορτή του) και τα νερά ηρέμισαν.

Ομαλά πια μπόρεσαν να αράξουν στη Βηρυτό.

Στοιβαγμένοι σε μία αποθήκη, με βουρκωμένα μάτια κυνηγημένοι και τρομαγμένοι κοιτάζονταν μεταξύ τους ποιος γλίτωσε;

ποιος έφτασε μέχρι εδώ;

και αγωνιώντας για το μέλλον περίμεναν το καράβι το Ελληνικό που θα τους μετάφερε στην πατρίδα, όπου ήλπιζαν να βρουν ασφάλεια και καταφύγιο.

Έτσι δεν επιβιβάστηκαν στο Αμερικάνικο υπερωκεάνιο που θέλησε να τους πάρει φωνάζοντας Ελλάδα Ελλάδα.

Ένας μήνας φτώχειας, πείνας και εξαθλίωσης πέρασε μέχρι να έρθει το καράβι που θα τους μετέφερνε στην Ελλάδα.

Ανέβηκαν στο πλοίο αφήνοντας πίσω στην Βηρυτό τον παπά Σάββα.

Αφού πέρασαν από την Τρίπολη, για να πάρουν από εκεί Ποντίους ομότυχους 'Ελληνες, ταξίδευαν 17 ολόκληρες μέρες στα νησιά του Αιγαίου, προσδοκώντας να αποβιβαστούν. Χωρίς να γίνονται δεχτοί.

Την δεκάτη έβδομη μέρα ενώ ήταν έξω από την Πάτρα πίστεψαν πως θα πατήσουν στεριά, συνέβη ένας θάνατος στο σκάφος. Μια γυναίκα είχε πεθάνει, με αποτέλεσμα να τεθεί το πλοίο σε καραντίνα και να υποχρεωθούν να συνεχίσουν το ταξίδι προς την Κεφαλλονιά.

Στη θέση Άσσος της Κεφαλλονιάς, ξεφόρτωσε το πλοίο το ανθρώπινο φορτίο του. Εκεί σε δύο βίλες Ελληνοαμερικανών εγκαταστάθηκαν, και για ένα χρόνο προσπαθούσαν να ζήσουν από τα προϊόντα της θάλασσας.

Επειδή δεν τα κατάφερναν ξεκίνησαν για την Ηγουμενίτσα. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε να τους δώσει χωράφια.

Στην Ηγουμενίτσα, έμειναν για τέσσερα χρόνια, όπου και ήλθαν να τους βρουν, μετά την συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, οι εξόριστοι άνδρες,

άλλοι αρτιμελείς

και άλλοι ανάπηροι,

άλλοι υγιείς

και άλλοι άρρωστοι,

όλοι όμως με το στίγμα του εξόριστου ξενιτεμένου και πρόσφυγα.

Ζούσαν σε αντίσκηνα, κοντά σε Τουρκαλβανούς. Έχοντας επικεφαλής την εποχή εκείνη τον Ανδρέα Πετρίδη που ήταν δάσκαλος και ψάλτης,

προσπαθούσαν να επιβιώσουν και εκλιπαρούσαν για κανένα μεροκάματο, που τις πιο πολλές φορές ήταν στην κυριολεξία ένα κομμάτι ψωμί.

Τα χρόνια που πέρασαν η ζωή δεν καλυτέρευε, γι αυτό τον λόγο στείλανε στην Κρήτη, όπου άκουσαν πως είναι καλύτερα, αντιπροσωπεία που την αποτελούσαν οι:

Μπαζαξής Γεώργιος.

Δημητρίου Αβραάμ.

Σαάπογλου Γαβριήλ.

Αυτοί αφού ήλθαν στην Κρήτη, είδαν και επιστρέψανε στον τόπο που λέγετε σήμερα νέα Σελεύκεια.

Έπεισαν αρκετούς και παρά τις αντιρρήσεις του Γαβριήλ Σαάπογλου να κατεβούν στην Κρήτη, ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη θέση Δαμάνια, οι 54 οικογένειες από τις 150 που ζούσαν στο χωριό Τσίβλικ της Μικράς Ασίας.

Μιά καινούργια ζωή, μια άλλη ιστορία αρχίζει.

Δαμάνια, εδώ πρέπει να σταθούμε, να δούμε τι ήταν ο τόπος αυτός. Διαβάζομε στην έκδοση Κρήτη το αφιέρωμα τοπικές ιστορίες 1985.

Τα Δαμάνια είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Μονοφατσίου Ηρακλείου. Η απόσταση από το Ηράκλειο είναι 35 χμ. Τα Δαμάνια είναι χτισμένα σε υψόμετρο 418 μετρ, πάνω από τον κάμπο της Μεσσαράς.

Οι κάτοικοι που ζουν εδώ ανέρχονται σε 496. Τα κυριότερα προϊόντα της περιοχής είναι λάδι, σταφίδα, κηπευτικά αρκετά κτηνοτροφικά προϊόντα και λίγα δημητριακά.

Κοντά στα Δαμάνια υπήρχε το χωριό Κεφάλα, που το κατέστρεψαν οι Τούρκοι όταν έφευγαν. Έχει διασωθεί μόνο ένα ερειπωμένο κτίσμα. Στην ίδια κοινότητα ανήκουν οι οικισμοί Αρκάδι και Μελιδοχώρι.

Η παλιότερη εκκλησία του χωριού είναι της Ζωοδόχου πηγής, βυζαντινού ρυθμού με αγιογραφίες, η οποία ανακαινίζεται, και του Τιμίου Σταυρού.


Επανέρχονται οι Χριστιανοί Έλληνες σε τόπο που ζούσαν οι πρόγονοι τους, και τι βρήκαν;

Δέκα σπίτια κατοικήσιμα όλα κι όλα, και το τζαμί που χρησιμοποιούσαν οι Μουσουλμάνοι να στέκουν μόνο οι τέσσερις τοίχοι.

Τα σπίτια αυτά τα είχαν κτίσει άλλοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη που δεν μπόρεσαν να στεριώσουν εκεί.

Αμέσως ρίχτηκαν στη δουλειά και με επικεφαλής τότε τους

Βασιλειάδη Μιχαήλ πρόεδρο,

Κουλτζή Αβραάμ

και Καλαϊτζόγλου Γαβριήλ, ζητώντας και την συνδρομή του κράτους με εκπρόσωπο της επιτροπής προσφυγών τον κύριο Νομίδη, κατάφεραν μέσα σε ένα χρόνο να κτίσουν άλλα 44 σπίτια, για να κοιμηθούν επιτέλους μετά από ταλαιπωρίες πέντε χρόνων στεγασμένοι σε χώρο δικό τους.

Ήταν τότε το 1927-1928.

Στα 1929 λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολείο, στο χώρο του τζαμιού, τον οποίο κατάφερε να επισκευάσει ο έμπειρος τεχνίτης Χατζιπέτρος Ουστάμπασης,

και με την φροντίδα και συνεργασία του Ιερομόναχου Ιακώβου του Επανωσηφήτου το διαμόρφωσαν σε Ναό, έτσι λειτουργούσαν στο ίδιο χώρο σχολείο και Εκκλησία, κάτι που δεν γινόταν για πρώτη φορά.

'Οταν το 1933 άδειασε ένα σπίτι, σήμερα είναι καφετέρια το σημερινό νηπιαγωγείο μεταφέρθηκε το σχολείο με πρώτη δασκάλα την Ηρακλειώτισσα Ευαγγελία Δρακάκη που είχε ένα επιπλέον πρόβλημα. Την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας στα μικρά προσφυγόπουλα.

Την ίδια χρονιά έγινε και η κλήρωση για να αποφασίσουν τι όνομα θα δώσουν στην Εκκλησία του χωριού πλέον.

Μετά από τρεις φορές που το χέρι της μικρής Μαρίας Ασλάνογλου έβγαλε από την κληρωτίδα το όνομα του Τιμίου Σταυρού ονομάστηκε έτσι ο ναός. Ίσως για να θυμίζει και στις επερχόμενες γενιές το Σταυρό του Μαρτυρίου που σήκωσαν μέχρι να εγκατασταθούν στο τόπο αυτό.


Ο πατήρ Ιάκωβος δεν έμεινε πολύ καιρό στα καθήκοντα του εφημερίου. Τις λατρευτικές ανάγκες του νεοσύστατου χωριού εξυπηρετούσαν από το κοντινό Μοναστήρι του Αγίου Γεώργίου του Επανωσήφη, Ιερομόναχοι μέχρι που ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου ο Ηγούμενος της Μονής Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Τσαγκαράκης,

Ο οποίος στο οικόπεδο που το μισό χάρισε η Μονή και το άλλο μισό δώρισε ο Μιχαήλ Βασιλειάδης, θεμελίωσε τον νέο μεγάλο Ναό που είναι ο καθεδρικός σήμερα.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, σχεδόν 95, το χωριό επέζησε, το χαμόγελο άνθησε στα πικραμένα χείλη των προσφύγων.

Παντρεύτηκαν οι νέοι, δημιουργήθηκαν νέες οικογένειες τα παιδιά πληθύνανε τόσο που δεν τους χωρούσε ο τόπος, έτσι το 1977, πενήντα χρόνια από την εγκατάσταση τους στο χωριό, οι κάτοικοι να είναι 450, το δημοτικό σχολείο να έχει 56 παιδιά και το νηπιαγωγείο 17 νήπια.

Καθώς οι απαιτήσεις στη ζωή μεγάλωναν, οι νέοι άρχισαν να κατεβαίνουν στο Ηράκλειο προσδοκώντας καλύτερη τύχη από τους πατέρες τους.

Τελειώνοντας αυτό το χρονικό της προσφυγιάς των Τσιβλικανών, που μετονομάσθηκαν σήμερα Δαμανιανοί, και που βασίζεται στις διηγήσεις των γεροντότερων, αλλά κυρίως στη μαρτυρία των ιεροψαλτών: Καλαϊτζόγλου Χαραλάμπους και Κουλτζή Αντωνίου κάνουμε μια ευχή.

ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ ΤΕΤΟΙΟΣ ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ.